μυριστικό οξύ

μυριστικό οξύ
Οργανικό λιπαρό οξύ του τύπου CH3-(CH2)12COOH. (Ν-τετρα-δεκυλικό οξύ). Είναι σώμα στερεό, έχει σημείο τήξης 58°C, αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στον αιθέρα και την αλκοόλη. Βρίσκεται με τη μορφή γλυκεριδίων στο γάλα, σε διάφορα άλλα ζωικά και φυτικά λίπη και χρησιμοποιείται στην παρασκευή αρωματικών ουσιών και καλλυντικών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οξύ — Χημική ένωση, η οποία όταν βρεθεί σε υδατικό διάλυμα υφίσταται διάσταση σχηματίζοντας κατιόντα υδρογόνου (H+), με πυκνότητα ευθέως ανάλογη προς την ισχύ του ο. Τα κατιόντα υδρογόνου είναι άτομα υδρογόνου με μορφή ιόντων, έχουν δηλαδή θετικό… …   Dictionary of Greek

  • μυριστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυριστικός, ή, όν, Μ ουδ. και μεριστικόν) [μυρίζω] 1. αυτός που αναδίδει μύρο, άρωμα, αρωματικός, ευωδιαστός, μυρωδάτος («καλείς εις το μυριστικό πανηγύρι», Σολωμ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μυριστικά αρωματώδη φυτικά προϊόντα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”