- μυριστικό οξύ
- Οργανικό λιπαρό οξύ του τύπου CH3-(CH2)12COOH. (Ν-τετρα-δεκυλικό οξύ). Είναι σώμα στερεό, έχει σημείο τήξης 58°C, αδιάλυτο στο νερό και διαλυτό στον αιθέρα και την αλκοόλη. Βρίσκεται με τη μορφή γλυκεριδίων στο γάλα, σε διάφορα άλλα ζωικά και φυτικά λίπη και χρησιμοποιείται στην παρασκευή αρωματικών ουσιών και καλλυντικών.
Dictionary of Greek. 2013.